- χτυπιέμαι
- χτυπιέμαι, χτυπήθηκα, χτυπημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χτυπιέμαι — Ν βλ. χτυπώ … Dictionary of Greek
αγγελοχτυπιέμαι — χτυπιέμαι από τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + χτυπιέμαι] … Dictionary of Greek
αεροχτυπιέμαι — και αγεροχτυπιέμαι 1. χτυπιέμαι απ’ τον άνεμο, ανεμοδέρνομαι 2. χτυπιέμαι από αερικό, προσβάλλομαι από δαιμόνια 3. (μτχ.) αεροχτυπημένος και αγεροχτυπημένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από αερικά, από δαιμόνια, ο δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
θαλασσοδέρνω — και θαλασσοδέρνομαι θαλασσόδειρα, θαλασσοδάρθηκα, θαλασσοδαρμένος 1. χτυπιέμαι από τη θάλασσα, κινδυνεύω να πνιγώ: Οι ναυαγοί θαλασσόδερναν δυο μερόνυχτα. 2. αντιμετωπίζω αντίξοες συνθήκες, χτυπιέμαι από τη μοίρα: Θαλασσοδαρμένη ζωή. 3. δεν μπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
αλληλοσκοτώνομαι — 1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τόν χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι 2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη 3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σκοτώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ανεμοδέρνω — 1. παλεύω με τους ανέμους 2. παλεύω με τις αντιξοότητες 3. παθ. χτυπιέμαι από τους ανέμους, από τις συμφορές … Dictionary of Greek
αποτύπτω — ἀποτύπτω (Α) 1. σχίζω, ανοίγω, χαράζω 2. ( ομαι) σταματώ να χτυπιέμαι, σταματώ τους κοπετούς … Dictionary of Greek
βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… … Dictionary of Greek